Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῆς αἰτίας

См. также в других словарях:

  • Χιουμ, Ντέιβιντ — (Hume, Εδιμβούργο 1711 – 1776). Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της αγγλικής εμπειριοκρατίας. Από πολύ νέος έδειξε ενδιαφέρον για τις φιλοσοφικές και ιστορικές μελέτες, και για ένα χρονικό διάστημα είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία (από το 1734 έως το… …   Dictionary of Greek

  • αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • αιτιατός — ή, ό (Α αἰτιατός, ή, όν) [αἰτιῶμαι] αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον* μσν. υπαίτιος, ένοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως …   Dictionary of Greek

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • Λοκ, Τζον — (John Locke, Ρίνγκτον, Σόμερσετ 1632 – Λονδίνο 1704). Άγγλος φιλόσοφος. Γραμματέας του λόρδου Άσλεϊ (που έγινε αργότερα κόμης του Σάφτσμπερι), εξασφάλισε τη φιλία του, η οποία τον βοήθησε να γίνει δεκτός στους ανώτερους κύκλους της κοινωνίας του… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… …   Dictionary of Greek

  • σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… …   Dictionary of Greek

  • Σοπενχάουερ, Άρτουρ — (Schopenhauer). Γερμανός φιλόσοφος (Ντάντσιχ 1788 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1860). Γιος πλούσιου έμπορου της βόρειας Γερμανίας, μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη μαζί με τη μητέρα του Γιοχάνα, γνωστή τότε συγγραφέα. Έτσι ήρθε …   Dictionary of Greek

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»